- ευτρεπισμός
- -ο (Μ εὐτρεπισμός) [ευτρεπίζω]τακτοποίηση, συγύρισμαμσν.προπαρασκευή, προετοιμασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐτρεπισμός — preparation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτρεπισμόν — εὐτρεπισμός preparation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπρεπισμός — ο η πρέπουσα διευθέτηση, η τακτοποίηση, ο ευτρεπισμός, το νοικοκύρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπρεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Αλεξανδρίδη] … Dictionary of Greek
ευτρέπισμα — το [ευτρεπίζω] ο ευτρεπισμός … Dictionary of Greek
καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek
νοικοκύρεμα — και νοικοκύρευμα, το [νοικοκυρεύω] ευτρεπισμός, τακτοποίηση, συγύρισμα, συμμάζεμα … Dictionary of Greek
χτένισμα — και κτένισμα, το / κτένισμα, ΝΜ [χτενίζω / κτενίζω] η τακτοποίηση και περιποίηση τών μαλλιών με χτένα νεοελλ. 1. ο τρόπος διευθέτησης τών μαλλιών, η κόμμωση 2. μτφ. ευτρεπισμός κειμένου … Dictionary of Greek